αγγλοσαξονικός

αγγλοσαξονικός
η , ό[ν] англосаксонский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγγλοσαξονικός" в других словарях:

  • αγγλοσαξονικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τους Αγγλοσάξονες* και τον πολιτισμό τους 2. αυτός που αναφέρεται στους λαούς, τους οποίους συνδέει η κοινή καταγωγή τους από τα Βρετανικά νησιά και κυρίως η αγγλική πολιτιστική κληρονομιά …   Dictionary of Greek

  • αγγλοσαξονικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Αγγλοσάξονες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • όπεν μάρκετ — (open market). Οι λεγόμενες open market operations (πράξεις ανοιχτής αγοράς) αποτελούν κλασικό μέσο νομισματικής πολιτικής που διαθέτει η κεντρική τράπεζα. Αρχικά η πολιτική αυτή εφαρμοζόταν σε μεγάλη κλίμακα από τις τράπεζες του Ομοσπονδιακού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»